Για μια ενεργό πραγματική κατάσταση εξαίρεσης
του Σάββα Μιχαήλ
Σημειώσεις για την παρέμβαση του Σάββα Μιχαήλ στην παρουσίαση του βιβλίου τού Χρήστου Μιάμη ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ EΞΑΙΡΕΣΗΣ, αστάθμητο παρέκκλιση επανάσταση (Εκδόσεις Γράφημα 2023), που έγινε στη Λοκομοτίβα την Παρασκευή 7 Απριλίου 2023
1. Στο κέντρο των περίφημων Θέσεων για την Έννοια της Ιστορίας του Walter Benjamin βρίσκεται η Θέση VIII. Ξεκινώντας από την σκοπιά των Καταπιεσμένων και της Παράδοσής τους, εισάγει μια αντίληψη που συνιστά εξαίρεση από την μέχρι τώρα κατεστημένη αστική αντίληψη για την κατάσταση εξαίρεσης : “Η παράδοση των καταπιεσμένων μάς διδάσκει ότι η “κατάσταση εξαίρεσης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας”.
Το πρόβλημα είναι ότι όχι μόνον η αστική αντίληψη συνεχίζει να παρουσιάζεται σαν ακράδαντο δόγμα, αλλά, τώρα, ακόμα και η αναφορά στον Μπένγιαμιν και τις Θέσεις του κινδυνεύει από τον κομφορμισμό της άρχουσας αστικής τάξης.
O ίδιος o Μπένγιαμιν μάς είχε προειδοποιήσει στην Θέση VI : “Για τον ιστορικό υλισμό το ζήτημα είναι να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος καθώς αυτή εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο την στιγμή του κινδύνου. Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δυο είναι ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει.”
Στις μέρες μας, ιδιαίτερα τον καιρό της πανδημίας, η αναφορά στην “κατάσταση εξαίρεσης”, μερικές φορές με κακοχωνεμένη παραπομπή στον Giorgio Agamben, έχει κατρακυλήσει στη ρηχότητα του αστικού κομφορμισμού ακόμα κι από εκείνους που θα θέλανε να του αντιπαρατεθούν.
Το βιβλίο του Χρήστου Μιάμη [Χ.Μ] αμφισβητεί και ασκεί την αναγκαία κριτική σ’ αυτήν την ρηχότητα και τους κινδύνους της για το επαναστατικό κίνημα της κοινωνικής χειραφέτησης, αναδεικνύοντας την καίρια διάκριση που κάνει η Θέση VIII ανάμεσα σε κίβδηλη και (ενεργό) πραγματική [wirklich] κατάσταση εξαίρεσης, με την τελευταία να μην είναι άλλο από την κοινωνική επανάσταση.
2. Η επίκληση στην κίβδηλη “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” γίνεται σήμερα από την κυρίαρχη τάξη και τα όργανά της προβάλλοντας με έμφαση τον μηχανιστικό δυισμό “κανονικότητα” και “εξαίρεση”. Ακόμα και στις επικείμενες εκλογές του Μαΐου 2023 στην Ελλάδα, οι δυο βασικοί διεκδικητές τής κυβερνητικής εξουσίας διαγκωνίζονται ποιος θα είναι ο εγγυητής της κανονικότητας” που θα ξορκίσει μια “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.
Με άλλα λόγια, ισχυρίζονται ότι θα πραγματοποιήσουν την ευχή που κατά τον Alain Βadiou (Pour aujourd’hui: Platon! Séminaire 2007-2010) αποτελεί την πεμπτουσία της κυρίαρχης ιδεολογίας: “Να εύχεσαι να μην σου συμβεί τίποτε!”, τίποτα το εξαιρετικό, που για τον Γάλλο φιλόσοφο σημαίνει “Να ζεις χωρίς Ιδέα”, προπαντός χωρίς την Ιδέα του Κομμουνισμού!
Το “Να ζεις χωρίς Ιδέα” χαρακτηρίζει σήμερα αυτό που πάλι ο Μπαντιού ονομάζει “γενικευμένο αποπροσανατολισμό του κόσμου”, απώλεια της ενσωμάτωσης σε διαδικασία αλήθειας, το Κακό στην διαδικασία της αλήθειας στην Πολιτική και μάλιστα στην πολιτική της χειραφέτησης.
3. Ο Χ.Μ. αφού συνοψίσει τρεις διαφορετικές αναγνώσεις της κατάστασης εξαίρεσης, ασκεί κριτική πρώτα – πρώτα στον άκριτο δυιστικό διαχωρισμό της κανονικότητας και της κατάστασης εξαίρεσης. Σε μια μετάβαση από μια κυριαρχία χωρίς κενό, την κανονικότητα σε ένα κενό χωρίς κυριαρχία, την κατάσταση εξαίρεσης (σελ. 30). Διακρίνει στην κοινωνία ως πεδίο πολέμου, μια δυναμική διαδικασία όπου η κατάσταση εξαίρεσης αναδύεται “ως το διαδραστικό, δυναμικά διαλεκτικό, απόσταγμα, επιμέρους και κεντρικών συρράξεων που λαμβάνουν χώρα στους υπό διαρκή διεκδίκηση, τόπους της κυριαρχίας […] η κατάσταση εξαίρεσης πραγματώνεται στιγμή με τη στιγμή, αποσαθρώνοντας τα θεμέλια της κανονικότητας που την επώασε, ως πέρασμα από το κατώφλι μιας εκπνέουσας κανονικότητας προς μια νέα εκδοχή κανονιστικής κυριαρχίας που υφίσταται ήδη τη στιγμή που η κυριαρχία την επικαλείται ως εξαίρεση” (σελ. 38 – 39). Την στιγμή της αναγγελίας της από την κυριαρχία, η κατάσταση εξαίρεσης έχει ήδη από καιρό συντελεστεί και “η απροκάλυπτη ισχύς τής κυριαρχίας είναι κεκαλυμμένη αδυναμία”. (σελ. 39)
4. Από αυτήν την σκοπιά, ο Χ.Μ. ασκεί κριτική στην “μυθολογία της εξαίρεσης” του Carl Schmitt, όπου η εξαίρεση εμφανίζεται σαν από μηχανής Θεός και σαν θεολογική πολιτική κατηγορία. (σελ. 31) Τόσο στην κριτική του στον Σμιτ όπως και παρακάτω στην κριτική του στον Αγκάμπεν, ο Χ.Μ την ασκεί προσεγγίζοντας τα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Είναι πράγματι απαραίτητο να επιστρέψουμε στα ίδια τα έργα του Μπένγιαμιν, χωρίς τις στρεβλώσεις της “αριστερής μελαγχολίας”.
Ο Μπένγιαμιν από πολύ νωρίς, πολύ πριν από τις Θέσεις του 1940, από την δεκαετία του 1920 ήδη και την έκδοση της Πολιτικής Θεολογίας – Τέσσερα Μαθήματα περί κυριαρχίας, βρίσκεται σε διάλογο και ουσιαστική αντιπαράθεση με τον Καρλ Σμιτ, όπως έχουν αναδείξει μελετητές και των δύο, όπως ο μέγας Jacob Taubes.
Ήδη στη μεταβατική περίοδο που θα οδηγήσει τον Μπένγιαμιν στον επαναστατικό μαρξισμό και τον Μονόδρομο – μετά από την συνάντησή του με την Asja Lacis το 1924 κι αργότερα με την μπολσεβίκικη Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκυ, στη Μόσχα του 1926-1927, γράφει τo 1924 – 1925 την μεγαλοφυή υφηγεσία του (που απορρίφθηκε από το ακαδημαϊκό κατεστημένο) Usrprug des Deutchen Trauerspiels. Εκεί επεξεργάζεται την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης μέσα από την μελέτη του Trauerspiel, του γερμανικού θεάτρου του Πένθους, στον 17ο αιώνα, στις συνθήκες της Αντιμεταρρύθμισης, μιας περιόδου παρακμιακού τέλματος στη Γερμανία των πριγκήπων, θρησκευτικών εμφυλίων πολέμων που συντάρασσαν επί δεκαετίες την Ευρώπη κι όπου κι ο μέγας Hobbes θα παρουσιάσει την δική του θεωρία του κράτους με την έκδοση το 1651 του Leviathan. Μια περίοδο ταραχώδη, μεταβατική, που είχε πολλές αναλογίες με εκείνη της Ευρώπης μετά την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης του 1918 – 1923, παρακμιακής Βαϊμάρης, κρίσης της αστικής κυριαρχίας, βοναπαρτισμών κι ανόδου του φασισμού.
Στον Σμιτ ο Κυρίαρχος είναι εκείνος που κηρύσσει την “κατάσταση εξαίρεσης”. Ο Μπένγιαμιν δείχνει ότι η κατάσταση εξαίρεσης, στην εποχή του γερμανικού θεάτρου του μπαρόκ, είναι εκείνη που πρέπει με κάθε θυσία να αποτρέψει ο κυρίαρχος Ηγεμών, ένας Ιανός ταυτόχρονα τύραννος και μάρτυρας. Ο Nietzsche τον αποκαλούσε “Καίσαρα με ψυχή Χριστού”. Το αντίστροφο ισχύει: είναι ένας φαινομενικός Χριστός με ψυχή αδυσώπητου Καίσαρα, ο πραγματικός Αντίχριστος.
Σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική τραγωδία, στο Trauerspiel των Νέων Καιρών δεν είναι ο Μύθος αλλά η ίδια η Ιστορία στο κέντρο, σαν σκήπτρο του Κυρίαρχου αλλά και ως η Ιστορία της καταστροφής και του πένθους: “ως αντίθεση στο ιστορικό ιδανικό της παλινόρθωσης στοιχειώνεται από την ιδέα της καταστροφής. Και είναι σαν απάντηση σε αυτή την αντίθεση που η θεωρία της κατάσταση εξαίρεσης διαμορφώνεται”. (Μπένγιαμιν, Η ανάδυση του γερμανικού Θεάτρου του Πένθους, στην αγγλική έκδοση Verso σελ. 66).
Στον Μπένγιαμιν, το αντίθετο στην καταστροφή δεν είναι η παλινόρθωση της κανονικότητας ούτε ο τύραννος-μάρτυρας της αστικής κυριαρχίας. Είναι το μεσσιανικό τέλος τους, με όρους επαναστατικού και αδογμάτιστου ιστορικού υλισμού.
Στον Σμιτ κυριαρχεί η απουσία του μεσσιανικού και συνεπώς κανένας “μεσσιανισμός της κυριαρχίας” (σελ. 36, στο βιβλίο του Χ.Μ). Αντίθετα, σε μια (παρ)ερμηνεία της Β΄ Επιστολής του Παύλου στους Θεσσαλονικείς (2. Θεσ. 2: 3-8), η κυριαρχία είναι το κατέχον που εμποδίζει τον ερχομό του Αντίχριστου λόγω της απροσδιόριστης και παρατεινόμενης καθυστέρησης μιας δεύτερης έλευσης του Μεσσία. Υπενθυμίζουμε ότι στον Μπένγιαμιν στην Θέση VI “… ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής αλλά και σαν νικητής του Αντίχριστου” που ήδη κυριαρχεί.
Η διαφορά αναπτύσσεται και διασαφηνίζεται και στη μεταπολεμική διαμάχη ανάμεσα στον ατιμώρητο και αμετανόητο νομοδιδάσκαλο του Τρίτου Ράιχ Καρλ Σμιτ και τον αντίπαλό του, τον μαθητή και πνευματικό συνοδοιπόρο του Ερνστ Μπλοχ Jürgen Moltmann. Γράφαμε σχετικά άλλοτε:
“Μαζί και μετά τον Μπένγιαμιν, ο Μόλτμαν είναι το αντίπαλο δέος στο νομικό φιλόσοφο του Τρίτου Ράιχ Carl Schmitt. Η πολιτική θεολογία του τελευταίου, κεντρικός πυρήνας τής όλης θεωρία του για το Κράτος, βρέθηκε στο επίκεντρο τον καιρό της ανόδου και επικράτησης του Ναζισμού, υποχώρησε στον μεταπόλεμο για να επανέρθει στην επικαιρότητα στα τέλη του 20ου – αρχές του 21ου αιώνα, μετά την διακήρυξη του κίβδηλου “τέλους της Ιστορίας” […]. Η θεολογία της ελπίδας του Μόλτμαν, βασισμένη στην μπλοχιανή φιλοσοφία της Ουτοπίας είναι το κατεξοχήν αντίθετο στην δυστοπική πολιτική θεολογία του Σμιτ. Το 1969, στη νέα έκδοση της Politische Theologie θα το παραδεχτεί ο ίδιος ο Σμιτ, στην διαμάχη του με τον Μόλτμαν για την θεολογία της Σταύρωσης.1
Κεντρική θέση του Σμιτ είναι ότι “όλες οι γόνιμες έννοιες της νεοτερικής θεωρίας του Κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες” όχι μόνο στην ιστορική τους ανάπτυξη αλλά και στην “συστηματική δομή” τους.2 Ο Μόλτμαν το δέχεται αλλά και το αντιστρέφει: “όλες οι θεολογικές έννοιες της ιστορικής εσχατολογίας είναι θεολογικοποιημένες πολιτικές έννοιες”3 […]Υπάρχουν οι “Αποκαλυπτικοί της αντεπανάστασης”, όπως αποκάλεσε ο Τάουμπες τούς κατά τα άλλα αντίπαλους στο ζήτημα της πολιτικής θεολογίας Καρλ Σμιτ και Erik Peterson, με το Μεσσιανικό να αλλοτριώνεται, να αναχαιτίζεται και να καταβροχθίζεται από το Κράτος-Λεβιάθαν του χιτλερικού Σμιτ ή να απολιθώνεται στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του αντισημίτη Πέτερσον. […] Ποιος, όμως είναι ο λόγος της “καθυστέρησης”, τι συγκρατεί και παρεμποδίζει την έλευση του τέλους του κόσμου των βασάνων; Ο Καρλ Σμιτ, στη δική του ανάγνωση του “κατέχοντος” στο 2 Θεσ. 2 (και μέσα από την δική του ανάγνωση του Χομπς), αποδίδει τον ρόλο του “κατέχοντος” στοImperium Romanum που γίνεταιImperium Christianum και στη συνέχεια “Αγία Ρωμαϊκή Γερμανική Αυτοκρατορία”: “Η πίστη σε μια δύναμη που συγκρατεί το τέλος του κόσμου φτιάχνει την μοναδική γέφυρα που οδηγεί από την εσχατολογική παράλυση κάθε ανθρώπινου γίγνεσθαι μέχρι μιαν ιστορική δύναμη τόσο επιβλητική όπως είναι η χριστιανική Αυτοκρατορία των Γερμανών βασιλέων […] μόνο το Imperium Romanum και η χριστιανική του προέκταση εξηγούν την παράταση αυτής της εποχής του κόσμου και τον προστατεύουν ενάντια στην συντριπτική ισχύ του Κακού”.4
Εδώ γίνεται σαφές το περιεχόμενο της σύγκρουσης του Σμιτ με τον Μόλτμαν στο ζήτημα της Σταύρωσης που καθιστά, κατά την γνώμη μας τον δεύτερο αντίπαλο δέος του πρώτου. Ο Μόλτμαν υποστηρίζει ότι ο Χριστός “δεν γεννήθηκε κατά θεία πρόνοια στην εποχή ειρήνης που εγκαινίασε ο Αύγουστος· αντίθετα, σταυρώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο στο όνομα της Pax Romana. Ήταν μια πολιτική καταδίκη”. Ο Σμιτ παραθέτει τα λόγια του θεολόγου κι επιτίθεται στον Μόλτμαν λέγοντας ότι η Σταύρωση ήταν απλώς ποινή για δούλους και παράνομους. Πώς μπορεί ο νομοδιδάσκαλος του Τρίτου Ράιχ να δει την Σταύρωση του Χριστού, από άποψη νομική, σαν καταδίκη στο όνομα της διαφύλαξης της Pax Romana, όταν ο ίδιος θεωρεί το Imperium Romanum και την “ειρήνη” του Καίσαρα Αυγούστου ως το “κατέχον”, την αυτοκρατορική Δύναμη που εμποδίζει το αποκαλυπτικό τέλος του κόσμου και την εμφάνιση του Αντίχριστου; Η θεολογία της Σταύρωσης του Μόλτμαν δεν αμφισβητεί απλώς τον Σμιτ ή την Pax Romana της όψιμης αρχαιότητας αλλά το ίδιο το Κράτος-Λεβιάθαν της όψιμης νεωτερικότητας σε κρίση και “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.” (Σ. Μιχαήλ, Η Ουτοπία ως το Έσχατον – Σκέψεις πάνω στην εσχατολογία του Jürgen Moltmann, βιβλιοκριτική 10 Ιουνίου 2015).
5. Η επιρροή του Σμιτ στον Αγκάμπεν είναι αναμφισβήτητη. Σημαντική, βέβαια, είναι και η συμβολή του Αγκάμπεν στην επικαιροποίηση της προβληματικής πάνω στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης στις ζοφερές δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με την καπιταλιστική ασφυξία της εφήμερης “μονοπολικής στιγμής” της Αμερικής, τους τρομοκρατικούς τρομοπολέμους, τους τρομονόμους και την κλιμάκωση της καταστολής και της επιτήρησης, την υπερδιόγκωση του Κράτους-Λεβιάθαν στην κλιμακούμενη κρίση του.
Παρά την συμβολή του Αγκάμπεν στην όρθωση γραμμών αντίστασης, οι δομικές αδυναμίες της προβληματικής του γίνανε ορατές, μετά την ενδόρρηξη της χρηματιστικής καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης το 2008, με αποκορύφωμα την στάση του τυφλής άρνησης τον καιρό του πανδημικού σοκ.
Το δοκίμιο του Χ.Μ. αναδεικνύει την αδυναμία της προσέγγισης του Αγκάμπεν στο “Τρίπτυχο: Βία, Δίκαιο, Εξαίρεση” (σελ. 55 – 63). Ενώ, ο Σμιτ βλέπει μια συνέχεια ανάμεσα στο δίκαιο της κανονικότητας και της εξαίρεσης -επισημαίνει ο Χ.Μ- στον Αγκάμπεν “αποσπάται η κατάσταση εξαίρεσης από το δίκαιο, με την εξαίρεση να προτάσσεται ως ένας χώρος ανομίας, ως ένας χώρος χωρίς δίκαιο” (σελ. 56).
Ο Χ.Μ, σωστά υπενθυμίζει την καίρια ανάλυση του Μπένγιαμιν, στο δοκίμιο Για μια Κριτική της Βίας, όπου υπογραμμίζεται ο θεμελιώδης ρόλος της βίας στη θέσπιση του νομικού Δικαίου και στη συνέχεια ο ρόλος τής βίας στη συντήρηση του Δικαίου, στην προάσπιση του Νόμου από κάθε παραβατικότητα και προπαντός από την απειλή της επανάστασης. (σελ. 60). Επισημαίνει ο Χ.Μ “Το βασικό περιεχόμενο της έννομης βίας της κανονικότητας δεν αλλάζει κατά την αναγγελία της κατάστασης εξαίρεσης. Αλλάζει μόνο η μορφή, η ένταση και η έκτασή της […] το δίκαιο της κατάστασης εξαίρεσης δεν είναι συντριπτικά διάφορο σε σχέση με το δίκαιο της κανονικότητας”. (σελ. 61)
Είναι αναγκαίο να θυμηθούμε και να υπογραμμίσουμε την επόμενη κρισιμότατη διάκριση που κάνει ο Μπένγιαμιν στο εν λόγω δοκίμιο ανάμεσα σε Μυθική Βία, με παράδειγμα τον μύθο της Νιόβης (βλέπε και Κ. Μάτσα Νιόβη το Ανέφικτο Πένθος, Άγρα 2021) και Θεϊκή Βία, με παράδειγμα την βιβλική αφήγηση της επαναστατικής συντριβής της αντεπανάστασης των υιών Κορέ: “Αν η μυθική βία θεμελιώνει το δίκαιο, η θεϊκή βία καταστρέφει το δίκαιο· αν η μία θέτει όρια, η άλλη είναι καταστροφική άνευ ορίων· αν η μυθική βία επιβάλλει μαζί την παράβαση και την εξιλέωση, η θεϊκή βία ξεπλένει την παράβαση· αν εκείνη απειλεί, αυτή εδώ χτυπάει· αν η πρώτη είναι αιματηρή η δεύτερη με ένα αναίμακτο τρόπο είναι θανάσιμη”. (Walter Benjamin,Zur Kritik der Gewalt, σελ. 238)
6. Ο Χ.Μ επιμένει και σωστά στην πιο κρίσιμη διάκριση, αυτή που κάνει η μπενγιαμινική Θέση VIII, με επίδικο την πάλη κατά του φασισμού, ανάμεσα στην κίβδηλη κατάσταση εξαίρεσης που κηρύσσουν οι κυρίαρχοι και την πραγματική κατάσταση εξαίρεσης που δεν είναι άλλη από την επανάσταση.
Γράφει ο Μπένγιαμιν: “… αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι να βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού” (Θέση VIII ).
Ο ΧΜ συμφωνεί ότι η πραγματική κατάσταση εξαίρεσης είναι η επανάσταση με την οποία η ανθρωπότητα μπορεί να αποτινάξει το βάρος της κυριαρχίας “στην ενδεχόμενη συνάντησή της με μια πρωτόγνωρη κατάσταση ζωής, χωρίς κυριαρχία, χωρίς κανονικότητα χωρίς δίκαιο”.(σελ. 84)
7. Στην ανάπτυξη μιας “πολιτικής θεωρίας της εξαίρεσης”, στην οποία καλεί το δοκίμιο του Χ.Μ καταληκτικά, θεωρούμε ότι είναι απαράκαμπτοι οι δρόμοι διείσδυσης που άνοιξε η μαρξική επαναστατική κριτική της πολιτικής οικονομίας και του φετιχισμού της εμπορευματικής μορφής που διαπερνά και καθυποτάζει όλες τις πτυχές της ζωής, καθώς και ο ρηξικέλευθος στοχασμός του Μπένγιαμιν (ιδιαίτερα στα έργα Usrprug des Deutchen Trauerspiels, στο magnus opus Passagenwerk και την συμπύκνωσή τους στις ιστορικοϋλιστικές Θέσεις για μια Έννοια της Ιστορίας του 1940).
“Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης” τονίζει η Θέση ΧΙΙ “είναι η ίδια η μαχόμενη καταπιεσμένη τάξη. Στον Μαρξ εμφανίζεται ως η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων”.
Αυτό είναι το έργο της εργατικής τάξης. Η πάλη με την κυριαρχία και για την κυριαρχία είναι πάλη για την ταξική κυριαρχία και την απελευθέρωση από κάθε κυριαρχία, εκμετάλλευση και ταπείνωση ανθρώπου από άνθρωπο. Το προλεταριάτο είναι η τελευταία τάξη, η μόνη που αντικειμενικά έχει συμφέρον να αυτοκαταργηθεί σαν τάξη καταργώντας και όλες τις ταξικές διαιρέσεις, με μια προλεταριακή ταξική κυριαρχία που σβήνει σε μια ελευθεριακή, α-κρατική α-ταξική πανανθρώπινη κομμουνιστική κοινωνία.
Ως καθολική τάξη δεν μπορεί να χειραφετηθεί από το κεφάλαιο εάν δεν καταργήσει συνάμα, μέσα από την παγκόσμια διαρκή επανάσταση, κάθε μορφή εκμεταλλευτικής, εξουσιαστικής, αλλοτριωτικής σχέσης. Η απελευθέρωσή της είναι δυνατή μόνον ως απελευθέρωση όλων των “αποσυνάγωγων”, των αποκλεισμένων, των κολασμένων της γης.
Αυτό θα είναι το τέλος, όπως έγραφε ο Μαρξ, όχι της Ιστορίας αλλά της Προϊστορίας και η απαρχή της αληθινά ανθρώπινης Ιστορίας.
4 – 7 Απριλίου 2023
Υποσημειώσεις
↑1 | Carl Schmitt, Théologie Politique, Gallimard 1988 σελ. 174. |
---|---|
↑2 | ό.π. σελ. 46 |
↑3 | Jürgen Moltmann ό.π. σελ. 191 |
↑4 | Carl Schmitt, Le Nomos de la Terre, PUF 2008 p. 64 |
Πηγή : Νέα Προοπτική