Οι Κρητικοί αντιστασιακοί από τα Λευκά Όρη στα ναζιστικά στρατόπεδα
Γιώργος Κώνστας
Είναι 2 Μαΐου του 1944 και στον σταθμό του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην ανατολική Αυστρία καταφτάνει ένα τρένο με πολιτικούς κρατούμενους από την Ελλάδα. Μεταφέρει 443 άνδρες, εκ των οποίων οι 242 προέρχονται από την Κρήτη –οι περισσότεροι από τον νομό Χανίων, κυρίως αντιστασιακοί που είχαν συλληφθεί στο μεγάλο μπλόκο της 10ης Φεβρουαρίου 1944, που σάρωσε τα χωριά της ρίζας των Λευκών Ορέων (ορεινή Κυδωνία και Ανατολικό Σέλινο).
Είχαν προηγηθεί ένα χρόνο πριν άλλοι 157 Κρητικοί συλληφθέντες στο άλλο μπλόκο τον Ιούνιο του 1943 και είχαν οδηγηθεί στο Μαουτχάουζεν στις 4 Νοεμβρίου 1943. «Τα 2/3 των περίπου 400 Κρητικών που κλείστηκαν στο Μαουτχάουζεν δεν επέζησαν. Χωρίς εξαίρεση, όλοι εντάσσονταν μετά από ένα μικρό διάστημα καραντίνας ως καταναγκαστικοί εργάτες σε όλα τα υποστρατόπεδα που φιλοξενούσαν πολεμικά εργοστάσια (Μελκ, Γκούζεν Ι και Γκούζεν ΙΙ, Στάγιερ, Έμπενζεε και πολλά ακόμα), υπό συνθήκες απερίγραπτα εξοντωτικές», αναφέρει ο επιστημονικός συνεργάτης του πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ Ιάσονας Χανδρινός που έχει ασχοληθεί επισταμένα με αυτήν την περίοδο.
Ένας από τους ανθρώπους που συνελήφθη στο μπλόκο των ναζί είναι ο 100χρονος σήμερα Χαράλαμπος Βιδάκης από τα Μεσκλά Κυδωνίας, μέλος του εφεδρικού ΕΛΑΣ. «Όπως και στα άλλα χωριά οι Γερμανοί μας κύκλωσαν αποβραδίς και το πρωί μπήκαν στο χωριό και ξεκίνησαν τις συλλήψεις. Εγώ κάτι είχα καταλάβει και πρόλαβα και έφυγα στο βουνό. Κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και η φασαρία και κίνησα να επιστρέψω στο χωριό. Άφησα το όπλο σε ένα δέντρο –και αυτό ήταν η σωτηρία μου– γιατί 30 μέτρα πιο κάτω πετάχτηκαν Γερμανοί και με συνέλαβαν. “Εσύ μεγάλος παρτιζάνος…” μου έλεγαν, τους έδειξα τα χαρτιά μου, ότι είμαι βοσκός, αυτοί τα πέταξαν κάτω», θυμάται ο κ. Χαράλαμπος.
Ο Χαράλαμπος Βιδάκης, 100 ετών σήμερα, και από τους ελάχιστους που έχουν μείνει στη ζωή, συλληφθείς στο Γερμανικό μπλόκο και επιζώντας των ναζιστικών στρατοπέδωνΟ στόχος των γερμανικών μπλόκων ήταν διττός. Από τη μια να στερήσουν από τους αντάρτες και ειδικά τον μεγάλο τους αντίπαλο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από υποστηριχτές και συνοδοιπόρους, καθώς το αντιστασιακό κίνημα βασίζονταν για τη τροφοδοσία του στους κατοίκους των χωριών της ρίζας των Λευκών Ορέων. Από την άλλη για να βρουν εργάτες- σκλάβους για τα πολεμικά τους εργοστάσια. Μετά από ένα πρώτο ξεδιάλεγμα στο κολαστήριο των φυλακών της Αγιάς στα Χανιά, οι όμηροι μεταφέρονται αεροπορικώς στην Αθήνα, μένουν για λίγο στις φυλακές Αβέρωφ, έπειτα με τρένο στη Μπάνιτσα στη Σερβία και μετά Μαουτχάουζεν και τα συνδεδεμένα με αυτό στρατόπεδα.
Η προσωρινή ταυτότητα που έλαβε ο Χ. Βιδάκης μετά την απελευθέρωση του«Οι καλοστεκούμενοι πέθαναν πρώτοι»
Ο κ. Χαράλαμπος οδηγήθηκε αρχικά στο στρατόπεδο του Μελκ και έπειτα σε αυτό του Έμπενζεε. «Όσοι ήταν καλοστεκούμενοι πέθαιναν πρώτα – πρώτα, εμείς που ήμασταν σκληραγωγημένοι, είχαμε συνηθίσει στην πείνα, καταφέραμε και ζήσαμε. Όσοι δεν πέθαιναν από εξάντληση και το ξύλο πέθαιναν από την πείνα. Το πρωί μας έδιναν κάτι που το έλεγαν “τσάι” αλλά μόνο τσάι δεν ήταν. Το μεσημέρι κάτι που το λέγαμε “λαχανόσουπα”. Ήταν φλούδες αγγουριού ή λάχανου βρασμένες, αν βρίσκαμε και κανένα καρότο καμιά φορά ήταν θαύμα! Το βράδυ 30 γραμμάρια ψωμί και λίγη μαργαρίνη. Χόρταινες δεν χόρταινες αυτό ήταν το φαΐ! Γι’ αυτό και είχαμε μείνει 25 κιλά, γιατί δουλεύαμε και πολύ σκληρά και αλίμονο σου αν καταλάβαινε ο φρουρός ότι δεν δούλευες καλά, με ένταση, ή προσπαθούσες να λουφάρεις, σου έσπαγε τα γκλομπ που είχε στο κεφάλι σου. Εμείς οι Έλληνες κάποια στιγμή δουλεύαμε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Αριστερά και δεξιά είχε πάρα πολλά χόρτα, ραδίκια τα λέγαμε εμείς, και τα παίρναμε και τα τρώγαμε όπως ήταν ωμά χωρίς πλύσιμο. Φυσικά απαγορεύονταν να τα φάμε, αλλά εμείς κάναμε ότι πηγαίναμε για κατούρημα και τρώγαμε ότι μπορούσαμε και κρύβαμε μέσα στα ρούχα κάμποσα για αργότερα», διηγείται ο συνομιλητής μας που δεν έχει ξεχάσει το «ντου] που έκαναν οι κρατούμενοι σε δύο Γερμανίδες που καθάριζαν πατάτες στην άκρη του δρόμου για να αρπάξουν μια πατάτα και το μετέπειτα ξύλο από τους φύλακες για να τις γυρίσουν πίσω…
Μέσα στην απανθρωπιά των ναζιστικών στρατοπέδων υπήρξαν και στιγμές ξεχωριστές. «Στο Μελκ δουλεύαμε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Ήταν ένας Γερμανός σκοπός και μου έκανε ένα νεύμα. “Μου κάνει νόημα ο σκοπός να πάω”, λέω στους υπόλοιπους που ήταν μαζί μου. “Κουζουλάδες λες”, μου απαντάνε. Προφασίστηκα ότι πάω προς νερού μου και πλησίασα το σημείο που ήταν ο Γερμανός. “Γκρέκος;”, μου λέει. “Για” (σ.σ. ναι στα γερμανικά), του λέω καθώς μιλούσα λίγες λέξεις. Μου έδωσε να φάω κάτι μέσα σε ένα χαντάκι, ώστε να μη φαίνομαι. “Σε 2 – 3 μήνες εσείς θα είστε ελεύθεροι και εμείς κρατούμενοί σας”, μου είπε. Πρέπει να ήταν αριστερός υπέθεσα».
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Έμπενζεε ένα από τα 60 υποστρατόπεδα συγκέντρωσης του δικτύου του Μαουτχάουζεν. Στις γαλαρίες που είχαν σκάψει οι σκλάβοι εργασίας από όλη την Ευρώπη (Εβραίοι αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι Σοβιετικοί, Πολωνοί, Τσεχοσλοβάκοι, Γάλλοι, Ούγγροι, Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες κα) λειτουργούσαν ολόκληρα εργοστάσια παραγωγής πυρομαχικών, όπλων ακόμα και διυλιστήριο! «Μια μέρα πριν απελευθερωθούμε –Πάσχα του 1944– μας είχαν συγκεντρώσει όλους τους κρατούμενους στην μεγάλη πλατεία του στρατοπέδου. Μας είπαν να μπούμε στις “μίνες” στα τούνελ που δουλεύαμε, που ήταν τεράστιες σε μέγεθος, γιατί έλεγαν ότι θα γίνει βομβαρδισμός. Όμως οι Σοβιετικοί κρατούμενοι που ήταν μαζί μας και είχαν και στον κώλο μάτια, μας είπαν “να πούμε όχι! Θα μας βάλουν μέσα και θα μας ανατινάξουν. Όχι να πούμε!”. “Και το βλέμμα σας στα πολυβόλα παιδιά” μας λένε “αν αρχίσουν να μας πυροβολούν να πέσουμε πάνω τους και όσοι γλιτώσουν-γλιτώσουν”. Αρνηθήκαμε για πρώτη φορά να εκτελέσουμε διαταγή κάτι που σε άλλη περίπτωση σήμαινε σίγουρο ξύλο και θάνατο. Και γλιτώσαμε…».
Κάρτα αναγνώρισης στο Μαουτχάουζεν ενός άλλου όμηρου από τα Χανιά του Δημήτρη Ορνεράκη
Πολλοί από εκείνους που γλίτωσαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα, είχαν να αντιμετωπίσουν τα… εγχώρια στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όπως ο αντιστασιακός Σταύρος Παπουτσάκης, που έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 2019 σε ηλικία 95 ετών. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο αρχικά και σε άλλους τόπους εξορίας. Απέναντι στους ομήρους των μπλόκων το ελληνικό κράτος έδειξε διαχρονική αδιαφορία και ουδέποτε στήριξε ουσιαστικά τα αιτήματά τους για αποζημιώσεις για τα όσα δεινά υπέστησαν από τη Γερμανία. Ωστόσο η θυσία τους δεν ξεχάστηκε από τους κατοίκους της Κρήτης και σχεδόν σε όλα τα μνημεία των χωριών της υπάρχει αναφορά σε αυτούς που δεν γύρισαν ποτέ πίσω από ναζιστικά κολαστήρια…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (11.2.23)
Πηγή : prin.gr