Η αθέατη πλευρά της τέφρας
Η Λίζα Πίνχας διηγείται1
του Σάββα Μιχαήλ
[Στις 27 Ιανουαρίου 2023 τιμούμε την 78η επέτειο από την απελευθέρωση του γερμανικού ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης Άουσβιτς.
Στις 27 Ιανουαρίου 1945 ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε τους λίγους επιζήσαντες (περί τους 7.000) κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς στην Πολωνία. Eκατομμύρια άνθρωποι μαρτύρησαν στα γερμανικά ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.
Μόνο στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου εξοντώθηκαν πάνω από 1.100.000 άνθρωποι στην πλειοψηφία Εβραίοι. Συνολικά 6.000.000 Eβραίοι βρήκαν το θάνατο. Mαζί τους θανατώθηκαν και εκατομμύρια άλλοι, κομμουνιστές, Pομά, ομοφυλόφυλοι ή απλώς ανάπηροι που για τους ναζί ήταν «ζωές ανάξιες να ζουν».
Λίζα Πίνχας
Στη μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη, για να μην ξεχνάμε, για να επαν-εξοπλιζόμαστε στην πάλη κατά του φασισμού που δεν ήταν ένα φρικτό περιστατικό της ιστορίας αλλά και ζήτημα του παρόντος, καθώς ο φασισμός γεννιέται και θρέφεται από την ιστορική παρακμή και κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, δημοσιεύουμε ένα παλιότερο κείμενο του Σάββα Μιχαήλ για την Λίζα Πίνχας, τη γενναία Θεσσαλονικιά που επέζησε από την κόλαση του Άουσβιτς. Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο του Σάββα Μιχαήλ HOMO LIBER, εκδόσεις Άγρα.]
Μνήμη της Ελβίρας Κολάντο που βασάνισε ο Μένγκελε
Μνήμη του Σαμπετάι Νταβίντ Μάτσα που κρέμασαν οι Ναζί
…für den Zeugen
Η Λίζα Πίνχας διηγείται την ζωή μέσα στον θάνατο, την δική της μοναδική μαρτυρία στο Άουσβιτς-Μπίρκενάου, στα στρατόπεδα εκμηδένισης.2
Niemand Κανείς
zeugt für den δεν μαρτυρεί για τον
Αυτοί είναι οι ακροτελεύτιοι στίχοι του ποιήματος Aschenglorie του Paul Celan, ποιητή της Σοά, της εξολόθρευσης των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί.Στο ποίημα Aschenglorie του Τσέλαν επικέντρωσε ο Jacques Derrida την μνημειώδη ομιλία του στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στις 9 Μαρτίου 1995. Μιλώντας για την μαρτυρία και το αδύνατο να μαρτυρήσει κανείς για τον μάρτυρα, στο ποίημα με τον αινιγματικό τίτλο που συνδέει παράδοξα τις στάχτες των κρεματορίων με την δόξα, ο Ντερριντά θα πει: “Η στάχτη εκμηδενίζει ή απειλεί να εκμηδενίσει ακόμη και την δυνατότητα να μαρτυρήσει κανείς για την ίδια την εκμηδένιση”.5.
Η Λίζα Πίνχας μαρτυρεί ενάντια στην εκμηδένιση και ενάντια στην απειλή εκμηδένισης της ίδιας της μαρτυρίας.
Υπάρχουν πάνω από 100.000 ατομικές μαρτυρίες επιζώντων6 – κάθε μια μοναδική, όπως η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κάθε μια ανεπανάληπτη, ενική, μη αφομοιώσιμη σε κάποιο γενικό στατιστικό σύνολο. Η μαρτυρία της Λίζας Πίνχας συνοψίζεται στο διπλό αυτό ενάντια: αντι-μέτωπη με την Καταστροφή, την Σοά, μένει ακλόνητη στον αγώνα για τη Ζωή, ενάντια στην εκμηδένιση μέσα στον ίδιο καταραμένο τόπο της εκμηδένισης· αλλά, και στη συνέχεια, ενάντια στη φρικτή εκμηδένιση της μνήμης της φρίκης, τον αφανισμό της μαρτυρίας για την Μέγιστη Αδικία.
Απελευθέρωση του Άουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό
Η Λίζα Πίνχας, ίσως, θα συμφωνούσε με τον Ντερριντά ότι η μαρτυρία ως μαρτυρία είναι πάντα ανασφαλής7, σε διαρκή κίνδυνο.
Σε κίνδυνο βρίσκεται ακόμα κι από το ίδιο της τον εαυτό. “Αυτά τα γεγονότα χάνουν κάτι από την τραγικότητά τους, όταν τα διηγείται κανείς”8 σημειώνει η Θεσσαλονικιά Εβραία, για να γράψει σε άλλο σημείο: “Η καλύτερη πένα, τα πιο εύγλωττα λόγια είναι αδύνατο να περιγράψουν την αγωνία σου εκείνες τις ατελείωτες ώρες του πόνου”.9 Η ανάγκη, όμως, της μαρτυρίας για το αδύνατο που έγινε δυνατό στο Άουσβιτς υπερβαίνει τα όρια του αδύνατου. Η αδυνατότητα γίνεται όρος δυνατότητας της μαρτυρίας για την Καταστροφή.
Θα πει σε ένα ποίημά της η Ζέφη Δαράκη
Εκείνο που χρήζει παρηγορίας
εκείνο που νυχτώνει είναι ορατό
μόνο μες στο σκοτάδι10
Η μαρτυρία που δείχνει επίμονα, πεισματικά, ανυποχώρητα, τα ανεξίτηλα ίχνη του Εγκλήματος κινδυνεύει, προπάντων, από εκείνους που έχουν συμφέρον να τα σβήσουν. Τους ένοχους και τους συνένοχους, τους δήμιους και τους δωσίλογους και προδότες, τους κάθε είδους αντισημίτες, παλιούς και νέους, φανερούς και καλυμμένους, τους παλιούς και νέους φασίστες, χρυσαυγίτες Ναζί κι άλλους νοσταλγούς του Άουσβιτς. Αλλά και τους απολογητές, τους κάθε είδους υποκριτές, φιλελεύθερους και μη, στυλοβάτες της διεθνούς μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Πολύ σωστά, στο εισαγωγικό κείμενο της Γαβριέλλας Ετμεκτσόγλου, θίγεται ο άθλιος ρόλος που έπαιξε το ίδιο το κράτος στην συγκάλυψη: οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις “στο σύνολό τους, δεν επιθυμούσαν να αναγνωρίσουν τις πραγματικές διαστάσεις του ελληνικού δωσιλογισμού […] Οι νικητές του Εμφυλίου οικοδόμησαν το μετεμφυλιακό κράτος στη βάση της ατιμωρησίας της πλειονότητας των συνεργατών των Ναζί, τους οποίους είχαν συμμάχους στη μάχη κατά των κομμουνιστών. Ιδιαίτερα την περίοδο της Χούντας (1967-1974), το κράτος όχι μόνο προστάτευσε αλλά αποκατέστησε και επαγγελματικά τους πρώην δωσίλογους”.11 Σωστά, επίσης, θίγεται και το θέμα-ταμπού: ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα.12 Ένας αντισημιτισμός δομικός, προστατευόμενος και καλλιεργούμενος, φανερά ή κρυφά, ανάλογα με τις ανάγκες των κρατούντων. Αντισημιτισμός κρατικός και παρακρατικός, θρησκευτικός και παραθρησκευτικός, θεσμικός και εξωθεσμικός.
Σε τέτοιες συνθήκες, κατέγραψε την μαρτυρία της η Λίζα Πίνχας και πάλεψε γι’ αυτήν, άχρι θανάτου.
Στις σημερινές συνθήκες, η επικαιρότητά της δικαιώνεται – κι όχι μόνο λόγω της νέας απειλητικής ανόδου του αντισημιτισμού και του φασισμού. Υπάρχει και ο ύπουλος κίνδυνος της εργαλειοποίησης της Σοά ή και της banalisation, της μετατροπής του ανείπωτου σε κοινοτοπία, σε τελειωμένη υπόθεση. Τί χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων – και μαρτυριών; λένε. Μα πότε τελειώσαμε με το Άουσβιτς;
Juden verbrennen 13
Σ’ “εκείνη την καταραμένη γη που μύριζε θάνατο”14”, nella città dolente του Άουσβιτς, εκεί που το “ένα πένθος διαδέχεται το άλλο καθημερινά”15, η Λίζα Πίνχας θα μπει το 1943, 27 χρονών κορίτσι και θα βγει ζωντανή, δυο χρόνια μετά, με την κατάρρευση του Ναζισμού, αφήνοντας πίσω της νεκρούς στα στρατόπεδα 112 συγγενείς της, μαζί με τα έξι εκατομμύρια των εξοντωμένων Εβραίων.
Την διάβασή της nell’ eterno dolore την διηγείται με γλώσσα λιτή, σκληρή, αιχμηρή, σχεδόν τραχειά, χωρίς καλλωπισμούς. Οδηγεί τον αναγνώστη συχνά στο όριο της αντοχής, εκεί που τα ίδια τα βάσανα ανθρώπου από άνθρωπο ξεπέρασαν κάθε όριο και κάθε αντοχή. Ρίχνει αμείλικτο φως στην αποθηρίωση των δημίων, στην καθημερινή αγριότητα της λιμοκτονίας και της μάχης για επιβίωση, της γύμνιας μέσα στο φοβερό κρύο του πολωνικού χειμώνα ή την φοβερή ζέστη το καλοκαίρι, των φρικαλέων πειραμάτων των Γερμανών γιατρών πάνω σε Εβραίες στο Μπλοκ 10, τις αρρώστιες και τον θάνατο, την γενοκτονία στους θαλάμους αερίων, την αποτέφρωση στα κρεματόρια.
Φωτογραφία κρατουμένων από την απελευθέρωση του Άουσβιτς
Ένα κλειστοφοβικό σύμπαν εγκλεισμού, γραφειοκρατικά ιεραρχημένο και τεχνοκρατικά σχεδιασμένο για την μαζικότερη, ταχύτερη και με το μικρότερο κόστος εξολόθρευση πληθυσμών. Η επικράτεια του ακρότατου ιστορικού κακού, στο οποίο αποσυντίθεται η τελευταία μορφή ανταγωνιστικής ταξικής κοινωνίας – ο καπιταλισμός σαν παραλήρημα.
“Οι Ναζί είχαν ανακηρυχθεί σε κυρίαρχους των αγαθών των άλλων”, γράφει η Πίνχας “ άρπαζαν, εκμεταλλεύονταν, έκλεβαν, συνεχώς έκλεβαν. Εκμεταλλεύονταν και έκλεβαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Όσο ήμασταν ζωντανοί, έκλεβαν και εκμεταλλεύονταν τις δυνάμεις μας, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε δωρεάν και αδιάκοπα· αλλά έκλεβαν και εκμεταλλεύονταν τα θύματά τους ακόμα και μετά το θάνατό τους, χρησιμοποιώντας τα πράγματά τους, ενώ ύστερα από την καύση των πτωμάτων χρησιμοποιούσαν το λίπος για την παρασκευή σαπουνιού, ενώ πουλούσαν ακόμα και την στάχτη για χημικό λίπασμα”. 16
Η τερατώδης εκμετάλλευση ζώντων και νεκρών βουλιάζει ακόμα πιο βαθιά στο Τερατώδες τα ίδια τα ζωντανά θύματα. Μιλώντας η Πίνχας για το Κομμάντο Κάναντα, όπου συμμετείχε σε κάποια φάση και το οποίο είχε το θλιβερό “προνόμιο” να περισυλλέγει για λογαριασμό των Ναζί τα υπάρχοντα των νεκρών στους θαλάμους αερίων, μπορώντας έτσι να κλέβει κρυφά, να “οργανώνει”, στην αργκώ του στρατοπέδου,αναρωτιέται με τρομερή ειλικρίνεια:
“Πώς είχαμε γίνει έτσι;… Σκεφτόμασταν μόνο το πως θα οργανώναμε φαγητό για να αντέξουμε τις αρρώστιες, το κρύο, το μαρτύριο της πείνας και κυρίως, το πώς θα γλιτώσουμε το θάνατο. Είχαμε πλέον πάψει να σκεφτόμαστε εκείνους τους άτυχους που τους είχαν μόλις σκοτώσει με αέριο και χάρη στους οποίους είχαμε εμείς την ευκαιρία να επιβιώσουμε. Έπρεπε, άραγε, να γίνουμε τόσο άγριες, τόσο αναίσθητες για να μην συγκινούμαστε πλέον. Πώς μπορούσαμε να φορούμε τα φίνα εσώρουχα τους; Πώς ήταν δυαντόν να φορούμε τα ρούχα που ανήκαν στους αδερφούς μας που είχαν σκοτώσει στους θαλάμους αερίων; Ήταν τερατώδες, αλλά έτσι ήταν”.17
Η δικαιοκρισία της Λίζας Πίνχας είναι αμείλικτη. Μιλάει με απέχθεια για τους προδότες κρατούμενους και για τους συνεργάτες των Ναζί, για τις Κάπο, με τις οποίες δεν φοβόταν να συγκρουστεί, όπως και με καθένα και καθεμιά που ταυτίζονταν με την όλη ιεραρχία της φρίκης. Μιλάει με μίσος για τους Ναζί χωρίς να κρύβει ότι στην ομάδα του Κάναντα του Μπίρκενάου “η βαρβαρότητα είχε φέρει κοντά τους Ες Ες με τις κρατούμενες” καθώς “ εάν δεν υπήρχε δουλειά στο κομάντο, θα έπρεπε να πάνε στο μέτωπο”.18Δεν συγχωρεί κανέναν και τίποτα. Αλλά το μίσος δεν την τυφλώνει, ώστε να ανταποδίδει τον ρατσισμό με ρατσισμό και να κατηγορεί, όπως ο Goldhagen, συλλήβδην όλο τον γερμανικό λαό για τις τερατωδίες του Ναζισμού. Γράφει χωρίς ψεύτικη μεγαλοψυχία: “κι όμως δεν έφταιγαν όλοι, δεν ήταν όλοι υπεύθυνοι για τις μεθόδους τρόμου του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος”.19
Αυτή η παραδοχή δεν την εμποδίζει να ξεσκεπάζει σε όλες τις φρικτές της λεπτομέρειες την συνειδητή, σκόπιμη, μεθοδική, συστηματική, σαδιστική, απάνθρωπη διαδικασία του Ναζισμού για την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης ιδιότητας από το επίλεκτο θύμα που κυνηγά μονομανιακά σαν ενσάρκωση του κακού, τον κατεξοχήν “Υπάνθρωπο”-Untermensch, τον Εβραίο και την Εβραία.
Φωτογραφία από την απελευθέρωση του Άουσβιτς
Μέσα από τη μαρτυρία, περνάει μπροστά στα μάτια μας μια ατελείωτη σειρά εξευτελισμών και βασάνων, σωματικών και ψυχικών, μέχρι την εξόντωση και την αποτέφρωση. Όλα όσα το σύστημα που ακόμα κυριαρχεί θέλει να ξεχαστούν και να σβήσουν ή να μετατραπούν σε ακίνδυνα εικονίσματα. Να μην φανεί προπαντός η ίδια η αδυσώπητη λογική του ναζισμού και κάθε φασισμού που αρχίζει με το ποδοπάτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας για να καταλήξει, αναπόφευκτα, στα στρατόπεδα εκμηδένισης, τους θαλάμους αερίων, τα κρεματόρια.
Το Άουσβιτς δεν ήταν απλώς ένα επεισόδιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σοά βρίσκεται στον πυρήνα του όλου εθνικοσοσιαλιστικού σχεδίου από τις απαρχές του, πολύ πριν την απόφαση για την “Tελική Λύση” στη Συνδιάσκεψη της Wannsee, τον Ιανουάριο του 1942.
Τέσσερα χρόνια πριν την επίσημη απόφαση του Τρίτου Ράιχ για την “Τελική Λύση”, το 1938, ο εξόριστος Ρωσοεβραίος μπολσεβίκος επαναστάτης Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ, επανέλαβε σαν προειδοποίηση τη ζοφερή πρόβλεψη που είχε κάνει ήδη μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933: “Ανάμεσα στον Βάρτα [τον παραπόταμο του Όντερ] και τον Βόλγα ζουν εφτά εκατομμύρια Εβραίοι και στον πόλεμο που έρχεται θα αφανιστούν”20.
Ο ίδιος ο Χίτλερ στην ομιλία του στις 30 Ιανουαρίου 1939 προανήγγειλε: “Αν η διεθνής χρηματιστική εβραιολογιά, μέσα κι έξω από την Ευρώπη, έριχνε άλλη μια φορά τους λαούς σε ένα παγκόσμιο πόλεμο, τότε το αποτέλεσμα δεν θα ήταν η μπολσεβικοποίηση της γης και μαζί της η νίκη της εβραιολογιάς αλλά η εξολόθρευση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη”21.
Το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για καποια παρανοϊκή ιδέα ενός δικτάτορακαι μόνο αλλά συνδέονταν με την όλη θεώρηση του κόσμου από τον Ναζισμό και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το δείχνει και το τί γράφει, την ίδια περίπου εποχή, στα Μαύρα Τετράδια του (που μόλις το 2014 κυκλοφόρησαν), ο πιο επιφανής Γερμανός φιλόσοφος του 20ου αιώνα Martin Heidegger:
Το ζήτημα του ρόλου της παγκόσμιας εβραιολογιάς δεν είναι φυλετικό, είναι το μεταφυσικό ζήτημα που αφορά την κατασκευή ενός τύπου ανθρωπότητας ώστε αυτή να είναι απολύτως αποκομένη από κάθε δεσμό, για να μπορεί να αναλάβει σαν “αποστολή”, στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας, το ξερίζωμα κάθε όντος από το Είναι.22
Ο Χάιντεγγερ μεταφέρει και μεταφράζει στο φιλοσοφικό του ιδίωμα τα αντισημιτικά στερεότυπα της ναζιστικής μυθολογίας. Οι “ξεριζωμένοι” από κάθε γη και διεσπαρμένοι στον κόσμο “κοσμοπολίτες” Εβραίοι δεν μολύνουν απλώς, σαν “υπάνθρωποι”, την φυλή και το αίμα των ανθρώπων και προπαντός των Αρίων· η “αποστολή” τους είναι να κατασκευάσουν μια μη ανθρώπινη “ανθρωπότητα”, χωρίς κόσμο, ξεριζωμένη, με όλα τα όντα ξεριζωμένα από το Είναι. Απειλείται από τους Εβραίους “η νέα αρχή της παγκόσμιας Ιστορίας στην Εσπερία”, η “αποστολή των Γερμανών¨, την οποία έχει αναλάβει το Τρίτο Ράιχ, η ίδια η οντο-ιστορική σχέση της ανθρωπότητας με το Είναι. Σε κάθε περίπτωση η λύση είναι η Τελική Λύση. Juden verbrennen: να καούν οι Εβραίοι.
Ένας άλλος σημαντικός φιλόσοφος και σιωπηλός πνευματικός συνομιλητής του Χάιντεγγερ, ο Εβραίος Emmanuel Levinas, θα εντοπίσει από το 1934 στο σύντομο δοκίμιό του Κάποιοι στοχασμοί για την φιλοσοφία του χιτλερισμού, το οντολογικό διακύβευμα σε σχέση με το Ναζισμό και σε τελευταία ανάλυση τον κάθε φασισμό, παλιό και “νέο”:
Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι το ένα ή το άλλο δόγμα περί δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμού, δικτατορικού καθεστώτος ή θρησκευτικής πολιτικής. Είναι το ίδιο το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο”23.
Αυτόν ακριβώς τον συγκεκριμένο στόχο, την συστηματική καταστροφή του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο ως τον κεντρικό άξονα της δράσης του φασισμού, μέσα στο στρατοπεδικό Inferno, ξεσκεπάζει χωρίς φιασιδώματα η μαρτυρία της απλής αλλά αλύγιστης Θεσσαλονικιάς Εβραίας Λίζας Πίνχας. Κάνει, όμως, και κάτι άλλο, απείρως σημαντικότερο: φέρνει στο επίκεντρο όχι μόνο την καταστροφή αλλά και την ανυπέρβλητη αντίσταση στην καταστροφή του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο, την ασυμβίβαστη πάλη της Ζωής ενάντια στην θανατοπολιτική του φασισμού, την έμπρακτη απόδειξη της ιστορικής αποτυχίας του.
Η αντίσταση ως αλληλεγγύη και ως εξέγερση
Υλική βάση της αντίστασης, το δυναμικό του ενεργείν και η πρώτη εκδήλωση της αντίστασης στον θάνατο είναι η ίδια η Ζωή και η τάση της, η προσπάθεια να παραμείνει μέσα στο είναι της, ό,τι ο Baruch Spinoza ονομάζει conatus24, η τάση εμμονής στο ίδιο της το είναι, in suo esse perseverare. Μια διαρκής προσπάθειαπου δεν είναι άλλο από την actualem essentiam, την ενεργό ουσία της Ζωής και παντός πράγματος.
Από τη σκοπιά αυτή του σοφού Εβραίου του Άμστερνταμ, όλες οι προσπάθειες των μισοζώντανων εγκλείστων στα στρατόπεδα του θανάτου να καταφέρουν να ζήσουν δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, όσο κι αν φαίνονται ευτελείς, σε όσους δεν γνώρισαν την φρίκη. Λόγου χάρη, αυτό που στο ιδίωμα του Άουσβιτς ονομαζόταν με την γερμανική λέξη “organisieren” και την συνώνυμη, διαδεδομένη από τους πρωταγωνιστές Έλληνες Εβραίους, έκφραση “κλέψει-κλέψει”, ή, η παρωδία αγοράς με την ανταλλαγή κλοπιμαίων ανάμεσα σε κρατούμενους, ή οι δωροδοκίες κι άλλα πολλά που μαρτυρεί και η Πίνχας (με εξαιρετικές επιδόσεις η ίδια, από ό,τι φαίνεται, στο “organisieren”).
Η πρωτογενής εκδήλωση του αιτήματος Ζωής, του conatus, αναπτύσσεται παραπέρα και παίρνει ποικιλόμορφες υβριδικές μορφές αντίστασης στη βαρβαρότητα. Απροσδόκητα τις βλέπουμε να εμφανίζονται και να πλανιώνται εκεί που δεν θα τις περίμενες ποτέ, πάνω στην άβυσσο του στρατοπέδου εκμηδένισης, ωσάν να πλάθονται μέσα από μια creatio ex nihilo, μια δημιουργία εκ του μηδενός.
Ενάντια στον ανθρωποφαγικό ατομικισμό, η αντίσταση μπορεί να εκδηλωθεί ως αγάπη και μέριμνα σε γνωστά, αγαπημένα πρόσωπα. “Πρέπει κανείς να ζήσει μακριά, στην απόλυτη δυστυχία”, γράφει η Λίζα Πίνχας, “για να νοιώσει την δύναμη της αγάπης”25. Τέτοια ήταν η αγάπη και η φροντίδα της Λίζας για την αδελφή της Μαρί και την ανηψιά της, αγάπη κυριολεκτικά σωτήρια για όλες τους.
Ζεις για τον Άλλο. Ζεις μέσα από τον Άλλο, χάρη στον Άλλο. Ζεις. Κι ο διαρηγμένος κοινωνικός δεσμός υφαίνεται ξανά, σιωπηλά, μέσα στο σκοτάδι, ενάντια στο σκοτάδι, απρόβλεπτα. Η αγάπη για τα γνωστά σου πρόσωπα, εκδιπλώνεται και απλώνεται σε αγάπη για τους αγνώστους που παύουν να είναι ξένοι στον αποτρόπαιο Τόπο της άκρας αποξένωσης. Γράφει η Λίζα:
Η κοινή μας δυστυχία μας έφερνε κοντά και δημιουργούνταν μεταξύ μας δεσμοί αδερφικοί. Δεν υπήρχε για εμάς κανενός είδους διάκριση, φυλής ή θρησκεύματος ΄ ήμασταν κάτω από τον ίδιο βάρβαρο ζυγό των Ναζί κι αυτό ήταν αρκετό για να μην νιώθουμε ξένοι ο ένας για τον άλλο.26
Έτσι ακόμα και στο ίδιο το σατανικό άντρο του Μένγκελε και του Κλάουμπεργκ, το Μπλοκ 10 των φοβερών ιατρικών πειραμάτων, θα εμφανιστεί ο αγγελικός Πολωνοεβραίος καθηγητής Σαμουέλ που θα χειρουργήσει γοργά, όταν απουσίασε ο Κλάουμπεργκ, τις γυναίκες – πειραματόζωα, μαζί και την Λίζα, σώζοντας την ζωή τους και χάνοντας την δική του. Τα λόγια του αποχαιρετισμού του ήταν τα εξής: “Ξέρω ότι μια μέρα θα με κρεμάσουν γι’ αυτό που μόλις έκανα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Εάν όμως εσείς καταφέρετε να βγείτε ζωντανές από αυτήν την κόλαση και μια μέρα μία από εσάς φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, θα ήθελα να του δώσετε το όνομά μου”.27 Τον καλό καθηγητή Σαμουέλ τον κρεμάσανε για σαμποτάζ αλλά μια από τις νεαρές γυναίκες που επέζησαν κράτησε, αργότερα, στα χέρια της, ένα μωρό που το έλεγαν Σαμουέλ. Το αίτημα ζωής του καθηγητή Σαμουέλ εισακούστηκε (όπως δείχνει και το όνομά του στα εβραϊκά – Ο Θεός τον εισάκουσε).
Ακόμα και η παρωδία αγοράς, η ανταλλαγή των κλεμμένων μεταξύ κρατουμένων, σε ορισμένες περιπτώσεις μεταμορφωνόταν στο αντίθετό της, ξεπερνώντας όχι μόνο την μορφή της σαν παρωδία αλλά και την ίδια την αγορά ως οικονομία της αγοράς. Η Λίζα αναφέρει την γνωριμία της με μια Πολωνή διανοούμενη, την Χάνκα, που δούλευε στην κουζίνα. Και σημειώνει: “Δεν υπήρξε μεταξύ μας εκείνο το φτηνό παζάρεμα που υπήρχε ανάμεσα στις άλλες. Της δίναμε τα πάντα και εκείνη μας έδινε συνέχεια προμήθειες”.28 Από την καθεμία και σύμφωνα με τις δυνάμεις της στην καθεμία και σύμφωνα με τις ανάγκες της.
Το ανθρώπινο αντιστέκεται στην καταστροφή του. Δημιουργεί αυτό που χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε. Ανθίζει σαν έρωτας που αψηφά τον θάνατο, όπως με την ηρωική Μάλα και τον Πολωνό σύντροφό της. Γίνεται μουσική και τραγούδι. “…τραγούδα Gretchinka”29 θα παρακαλέσει η θαλαμάρχισα την Λίζα. “…Greco μπορείς να τραγουδήσεις”30 θα πουν και στο νεαρό Θεσσαλονικιό Εβραίο που σαν μαραγκός τρύπωσε στον θάλαμο των κρατουμένων γυναικών.
Η αντίσταση στην καταστροφή του ανθρώπινου θα γίνει αλληλεγγύη και το organizieren θα μεταμορφωθεί σε δίκτυα αλληλεγγύης, ανάμεσα στους κρατούμενους, άνδρες και γυναίκες. Και τα δίκτυα αλληλεγγύης θα γίνουν η βάση για την υψηλότερη μορφή αντίστασης στη ναζιστική βαρβαρότητα: την επαναστατική εξέγερση και την ένοπλη πάλη.
Η Λίζα Πίνχας, με συγκίνηση μνημονεύει και αποτίει φόρο τιμής στην ένοπλη εξέγερση των Ελληνοεβραίων του Ζόντερκομάντο του Κρεματορίου 4 στις 7 Οκτωβρίου 194431 που πέσανε ηρωικά περικυκλωμένοι από τα Ες Ες, ρίχνοντας τις τελευταίες τους χειροβομβίδες, λέγοντας το Σεμά Γισραέλ και τραγουδώντας τον Ύμνο στην Ελευθερία, τον εθνικό ύμνο μιας χώρας, από την οποία ήταν ξεριζωμένοι και στην οποία, οι επίσημοι φορείς της θα θέλανε να αφεθούν ξεριζωμένοι κι ανεπιθύμητοι.
Ελευθερία και Πένθος
Το τέλος του Άουσβιτς δεν θα είναι το τέλος της φρίκης. Για την Λίζα Πίνχας και τους λίγους πια επιζώντες ακολουθούν το Ρέχλιν, το Ράβενσμπρουκ, οι πορείες θανάτου, το Μάλχωβ. Το τέλος των στρατοπέδων δεν ήταν το τέλος της περιπλάνησης. Κι ούτε κι ο πόλεμος τελείωσε εξίσου για όλους.
Ούτε καν ο “επαναπατρισμός”. Όπως σημειώνει και η Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε δώσει οδηγίες στα ελληνικά προξενεία σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να καθυστερήσουν τον επαναπατρισμό των Ελλήνων Εβραίων επιζώντων, να ενθαρρύνονται να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη ή να μείνουν εκεί που βρίσκονταν.32 Ανέστιοι.
Η ίδια η Λίζα Πίνχας θα παραλάβει τον Ιούλιο του 1945, λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση, στο Βουκουρέστι, ένα δελτίο μετανάστευσης για την Παλαιστίνη που δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ. Επιστροφή γι’ αυτήν σήμαινε επιστροφή στη γενέθλια Θεσσαλονίκη. Πολύ αργότερα θα μείνει για λίγο στην Αμερική και στο Ισραήλ, για να επιστρέψει ξανά σε μια Θεσσαλονίκη ερημωμένη από τους Εβραίους της, γεμάτη χιλιάδες αγαπημένα φαντάσματα που επιστρέφανε σαν καπνός μέσα από τις καμινάδες των κρεματορίων, με καταπατημένο ακόμα και το ιστορικό εβραϊκό νεκροταφείο και με πολλούς ντόπιους να μην κρύβουν την δυσφορία για την επιστροφή των λίγων επιζώντων από τους ανεπιθύμητους.
Η Λίζα Πίνχας περιγράφει το τί σήμαινε γι’ αυτούς τους επιζώντες το τέλος των στρατοπέδων:
Όλες οι Ελληνίδες περπατούσαμε σε ξεχωριστή ομάδα· κάναμε σχέδια για τις μέρες που θα ακολουθούσαν. Οι Χριστιανές σκέφτονταν τη χαρά των γονιών τους όταν θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, ενώ εμείς, με το κεφάλι σκυμμένο, με πένθος στην καρδιά, μέναμε σιωπηλές. Για εμάς, το τέλος των στρατοπέδων όρθωνε μπροστά μας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με την ελευθερία γεννιόταν και ο φόβος, ένας φόβος χειρότερος από το κρεματόριο· ο φόβος της επιστροφής σε μια πατρίδα όπου κανείς και τίποτε δεν μας περίμενε πια. Τίποτα, κανείς πια. Μόνες! Χωρίς εστία, η παγωμάρα του κενού που βάραινε από τους τόσους απόντες αγαπημένους μας που δεν θα επέστρεφαν ποτέ πια, τα καυτά δάκρυα, οι μνήμες μου, καθώς μιλούσαμε γι’ αυτές, γεννούσαν ή ξυπνούσαν μέσα μας κάθε φορά έναν νέο πόνο. Για ποιον λόγο λοιπόν παλέψαμε για να ζήσουμε; Τί σημασία μπορεί πια να έχει αυτό; Χαμένες μέσα στον κόσμο…33
Τι μπορεί να σημαίνει Ελευθερία για κάποιαν ή κάποιον που επέζησε του Άουσβιτς; “Ελεύθερες! Πόσο αμήχανα μπορεί να ένοιωθε ένας άνθρωπος που, ύστερα από δυο χρόνια στρατοπέδων, ερχόταν αντιμέτωπος με την ελευθερία! […] Ελευθερία! Για μας αυτή η λέξη έκλεινε μέσα της τόση πίκρα. Και τώρα τί θα την κάναμε;”34
Ελευθερία με πένθος, ελευθερία ως εργασία του πένθους – ενός πένθους εν πολλοίς ανεκπλήρωτου. Όπως κι ο Jean Améry, έτσι κι η Λίζα Πίνχας ξέρει καλά και τονίζει ότι “καμιά τιμωρία δεν θα ήταν ανάλογη ενός εγκλήματος τόσο τερατώδους βαρβαρότητας”.35 Εξάλλου ποιοι και πόσοι τιμωρήθηκαν; Ποιοι και πόσοι εγκληματίες μάς κυβέρνησαν στον μεταπολεμικό κόσμο; Και σήμερα, πόσοι απόγονοι, φυσικοί και πολιτικοί των Ναζί δεν ελπίζουν και φοβερίζουν ότι έρχεται ξανά η ώρα τους, στην Ευρώπη, στην Ελλάδα;
Το έγκλημα του ναζισμού ξεπερνάει μια διανεμητική, απλώς, δικαιοσύνη. Απαιτεί μια Δικαιοσύνη που ξεπερνάει κάθε δίκαιο και νόμο. Την Δικαιοσύνη που στην εβραϊκή γλώσσα της Βίβλου ονομάζεται Τσέντεκ και που συνενώνει την Δικαιοσύνη με το Μέγα Έλεος και την Ελευθερία όλης της ανθρωπότητας. Χωρίς Δικαιοσύνη δεν υπάρχει Ελευθερία και χωρίς Ελευθερία δεν υπάρχει Δικαιοσύνη.
Η Λίζα Πίνχας ήξερε πολύ καλά ότι το πένθος της δεν τέλειωσε, ότι ο κίνδυνος για την ανθρωπότητα παραμένει, ότι το ζήτημα της απόδοσης Δικαιοσύνης ως αίτημα Ζωής εκκρεμεί. Γι’ αυτό και δεν έφτυσε την πικρή της ελευθερία μέσα στο πένθος αλλά μετάτρεψε την εργασία του πένθους σε δράση για τα δίκαια των επιζώντων, σε μαρτυρία. Μαρτυρία στη δράση και στη γραφή και στο λόγο.
Την γραπτή μαρτυρία της την τελειώνει με ένα δικό της ύμνο στην ελευθερία, ύμνο στην Ζωή:
Ελεύθερη, περπατάω και νιώθω τόσο ευλύγιστη, τόσο γεμάτη ενέργεια. Μου ’ρχεται να το φωνάξω σ’ όλους τους περαστικούς και χαμογελώ. Όλα είναι δικά μου […] ένας ολόκληρος κόσμος είναι μέσα μου […] η ζωή που μου απομένει να ζήσω είναι “δωρεάν”. [..] Κι άλλωστε πρέπει να βιαστώ· έχω καθυστερήσει δύο χρόνια”.36
Aschenglorie
H Λίζα Πίνχας θεωρεί και ονομάζει την μαρτυρία της νέα Αγκαδά που πρέπει να διαβάζεται μαζί με την άλλη εκείνη Αγκαδά σελ Πέσαχ, την Αφήγηση της Εξόδου από το μπετ αβαντίμ, τον Οίκο της Δουλείας, που διηγούνται πάντα οι Εβραίοι την βραδιά του Πέσαχ, του ιουδαϊκού Πάσχα. Μνήμη τής δουλείας και των βασάνων, των πικρών σαν τα χόρτα που τρώγανε οι δούλοι της φαραωνικής Αιγύπτου και σπάνιζαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εκμηδένισης. Αλλά και Μνήμη της απελευθερωτικής Εξόδου και της μεσσιανικής προσδοκίας, όχι για έναν ανέστιο κόσμο των ξεριζωμένων, των ανεπιθύμητων, των αποκλεισμένων και κυνηγημένων αλλά για τον Ολάμ Αμπά, τον Κόσμο που Έρχεται, Κόσμο της Δικαιοσύνης, της Ελευθερίας.
Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου με την μαρτυρία της, βλέπουμε μια φωτογραφία με στάχτες και μαθαίνουμε ότι η Λίζα Πίνχας τις διατηρούσε σε ένα χάρτινο κουτί, στο συρτάρι του γραφείου της, δίπλα στα χειρόγραφά της, με την ιδιόχειρη σημείωση “Αυτά είναι ό,τι απέμεινε από τους αγαπημένους μας”.37
Aschenglorie. Ο αινιγματικός τίτλος του ποιήματος του Πάουλ Τσέλαν δυσκολεύει τους μεταφραστές. Συνήθως το αποδίδουν “δόξα τεφρών” ή “δόξα από στάχτες”. Ο André du Bouchet, πάλι, εγγύτερα στην αλήθεια κατά την γνώμη μας, το μεταφράζει βάζοντας μια παύλα που ενώνει χωρίζοντας τις δύο λέξεις: Cendres – La Gloire, Στάχτες – Η Δόξα.38
Ο Ρουμανοεβραίος Τσέλαν ή Άντσελ ήταν ποτισμένος από την εβραϊκή παράδοση. Σ’ αυτήν, η Δόξα, εβραϊκά Καβόντ, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και νόημα. Ο Σααντιά Γκαόν, ο πρώτος μεγάλος Εβραίος φιλόσοφος του 9ου αιώνα, είχε εξηγήσει ότι η Δόξα/Καβόντ συνδέει τον κτιστό κόσμο με τον Άκτιστο και ταυτίζεται με την Σεχινά,39 την αθέατη θεϊκή παρουσία/απουσία μέσα στον κόσμο.
Aschenglorie: η Απουσία Θεού στα κρεματόρια· η αόρατη θεϊκή Παρουσία στην τέφρα όλων των αθώων θυμάτων· η άλλη, η αθέατη πλευρά της στάχτης. Αυτό που εναντιώνεται και ξεφεύγει από την καταστροφή του ανθρώπινου και παραμένει παρουσία/απουσία, αίτημα Δικαιοσύνης στον παρόντα αιώνα και προσδοκία ενός Κόσμου που Έρχεται.
Στην Συναγωγή, όποιον άνδρα ανεβαίνει στο Βήμα να διαβάσει το Μήνυμα- Μαρτυρία του Σινά τον χαιρετούν με την λέξη Καβόντ-Δόξα. Ας χαιρετήσουμε τώρα μια γυναίκα, μια θαρραλέα και δίκαιη γυναίκα που διηγείται την Μαρτυρία-Μήνυμα του Άουσβιτς: Καβόντ σε σένα ΛΙΖΑ ΠΊΝΧΑΣ!
20 – 25 Φεβρουαρίου 2015
Aschenglorie. Ο αινιγματικός τίτλος του ποιήματος του Πάουλ Τσέλαν δυσκολεύει τους μεταφραστές. Συνήθως το αποδίδουν “δόξα τεφρών” ή “δόξα από στάχτες”. Ο André du Bouchet, πάλι, εγγύτερα στην αλήθεια κατά την γνώμη μας, το μεταφράζει βάζοντας μια παύλα που ενώνει χωρίζοντας τις δύο λέξεις: Cendres – La Gloire, Στάχτες – Η Δόξα.40
Ο Ρουμανοεβραίος Τσέλαν ή Άντσελ ήταν ποτισμένος από την εβραϊκή παράδοση. Σ’ αυτήν, η Δόξα, εβραϊκά Καβόντ, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και νόημα. Ο Σααντιά Γκαόν, ο πρώτος μεγάλος Εβραίος φιλόσοφος του 9ου αιώνα, είχε εξηγήσει ότι η Δόξα/Καβόντ συνδέει τον κτιστό κόσμο με τον Άκτιστο και ταυτίζεται με την Σεχινά,41 την αθέατη θεϊκή παρουσία/απουσία μέσα στον κόσμο.
Aschenglorie: η Απουσία Θεού στα κρεματόρια· η αόρατη θεϊκή Παρουσία στην τέφρα όλων των αθώων θυμάτων· η άλλη, η αθέατη πλευρά της στάχτης. Αυτό που εναντιώνεται και ξεφεύγει από την καταστροφή του ανθρώπινου και παραμένει παρουσία/απουσία, αίτημα Δικαιοσύνης στον παρόντα αιώνα και προσδοκία ενός Κόσμου που Έρχεται.
Στην Συναγωγή, όποιον άνδρα ανεβαίνει στο Βήμα να διαβάσει το Μήνυμα- Μαρτυρία του Σινά τον χαιρετούν με την λέξη Καβόντ-Δόξα. Ας χαιρετήσουμε τώρα μια γυναίκα, μια θαρραλέα και δίκαιη γυναίκα που διηγείται την Μαρτυρία-Μήνυμα του Άουσβιτς: Καβόντ σε σένα ΛΙΖΑ ΠΊΝΧΑΣ!
20 – 25 Φεβρουαρίου 2015
Υποσημειώσεις
↑1 | Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα– Η Λίζα Πίνχας διηγείται, έκδοση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας 2014, στο Ινστιτούτο Θερβάντες, 26 Φεβρουαρίου 2015. Περιλαμβάνεται στο Σάββας Μιχαήλ, HOMO LIBER, δοκίμια για την εποχή, την ποίηση και την ελευθερία. |
---|---|
↑2 | Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα – Η Λίζα Πίνχας διηγείται, έκδοση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας 2014. |
↑3 | Paul Celan, Aschenglorie στο Atemwende βλ. Renverse du souffle,δίγλωσση έκδοση με μετάφραση στα γαλλικά του Jean-Pierre Lefebvre, Points-Seuil 2003 σελ. 122-123 και τις μεταφράσεις των Στέλλα Νικολούδη, André du Bouchet και Jacques Derrida στο βιβλίο τού τελευταίου, Μαρτυρία και μετάφραση – Επιβιώνοντας ποιητικά, Γαλλικό Ινστιτούτο 1996, σελ. 119-125. |
↑4 | Μετάφραση Στέλλας Νικολούδη ό.π. σελ. 121. |
↑5 | Μαρτυρία και μετάφραση… ό.π., σελ. 21. |
↑6 | Βλ. Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, Διαβάζοντας την Λίζα Πίνχας στον 21ο αιώνα, στο Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα… ό.π., σελ. 43. |
↑7 | Ντερριντά ό.π., σελ. 22. |
↑8 | Αντιμέτωπη… ό.π. σελ. 80. |
↑9 | ό.π., σελ. 199. |
↑10 | Ζέφη Δαράκη, Η σπηλιά με τα βεγγαλικά, Νεφέλη 2014 σελ. 13. |
↑11 | Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, ό.π., σελ. 20-21. |
↑12 | ό.π. σελ. 54-57. |
↑13 | Το κάψιμο των Εβραίων, βλ. Αντιμέτωπη… ό.π., σελ. 205. |
↑14 | Αντιμέτωπη… ό.π., σελ. 296. |
↑15 | ό.π., σελ. 180 |
↑16 | ό.π., σελ. 204 |
↑17, ↑34 | στο ίδιο |
↑18 | ό.π., σελ. 208 |
↑19 | ό.π., σελ. 287 |
↑20 | Léon Trotsky, Question Juive Question Noire, Textes présentés par Danièle Obono et Patrick Silkberstein, Syllepse 2011, σελ. 58. |
↑21 | Παρατίθεται από το βιβλίο Peter Trawny, Heidegger et l’ antisémitisme –Sur les «Cahiers noirs», Seuil 2014, σελ. 74. |
↑22 | Martin Heidegger, Überlegungen, XIV, παρατίθεται από το Peter Trawny ό.π., σελ. 53, οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο. |
↑23 | Emmanuel Levinas, Quelques réflexions sur la philosophie du hitlérisme, Rivages 1997, σελ. 24 Με αυτην την αναφορά τελείωσα και την απολογία μου στην δίκη που μου έστησε η “Χρυσή Αυγή” με την αρωγή του κράτους, τον Σεπτέμβριο του 2013. |
↑24 | Baruch Spinoza, Ethica III, Propositio VII. |
↑25 | Αντιμέτωπη… ό.π., σελ. 113. |
↑26 | ό.π., σελ. 98 |
↑27 | ό.π., σελ. 111 |
↑28 | ό.π., σελ. 141 |
↑29 | ό.π., σελ. 158 |
↑30 | ό.π., σελ. 168 |
↑31 | ό.π., σελ. 113-118 |
↑32 | ό.π., σελ. 27 |
↑33 | ό.π., σελ. 285 |
↑35 | ό.π., σελ. 126 |
↑36 | ό.π., σελ. 296-297 |
↑37 | ό.π.,. σελ. 303 |
↑38, ↑40 | Βλ. στο Derrida, ό.π., σελ. 122-123. |
↑39, ↑41 | Saadia Gaon, The Book of Beliefs and Opinions, Yale University Press, 1976, σελ. 121. |
Πηγή : Νέα Προοπτική